Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010

Ο υπερπατριωτισμός, ο αντιαμερικανισμός της πεντάρας και οι πανάκριβοι καθρέπτες.

Οι περισσότεροι από αυτούς που καμαρώνουν που γεννήθηκαν Έλληνες και ανώτεροι των Αλβανών, των Τούρκων και των Κουτόφραγκων είναι θύματα από τη μια μεριά της προπαγάνδας της κατασκευής της εθνικής ταυτότητας και από την άλλη άνθρωποι που αισθάνονται μειονεκτικά για την προσωπική τους αξία. Επιδιώκουν έτσι να ανακουφιστούν από το βάσανο της αυταξιολόγησης τους.

Ελάχιστοι από αυτούς έχουν πραγματική συναίσθηση του Ελληνικού πολιτισμού και αισθάνονται το βάρος της κληρονομιάς. Γιατί αν είχαν θα μειδιούσαν ακούγοντας τα φανφαρονικά κατασκευασμένα αντιφατικά πολιτισμικά επίθετα. Θα κατανοούσαν τη σημαίνει «της ημετέρας παιδείας μετέχοντες» και θα σταματούσαν να καμαρώνουν σαν «τσιγάνικες αξίνες» επειδή είναι δεκάκις - έγγονα ενδόξων προγονών για τους οποίους δε γνωρίζουν απολύτως τίποτα.

Και είναι φυσικό όταν έχεις άγνοια για κάτι να το απαξιώνεις συγκρίνοντας το με κάτι άλλο για το οποίο έχεις επίσης άγνοια. Για κάποιους η ανθρώπινη πρόοδος έχει σταματήσει με το θάνατο του Περικλή (αυτός δεν πρόλαβε να γίνει Χριστιανός για να «κοιμηθεί»). Η φιλοσοφία τέλειωσε με τον Πλάτωνα και η επιστήμη και η τεχνολογία με τον Αρχιμήδη. Έναν Αινστάιν είχαν μόνο οι Κουτόφραγκοι (σταρ επιστήμονας που έχει κατακρεουργήσει η παγκόσμια βιομηχανία των κλισεμιντιάδων) και αυτός τα έκλεψε όλα από τον Καραθεοδωρή. Οι Έλληνες τα ανακάλυψαν όλα μόνοι τους. Δεν πήραν τίποτα από τους Βαβυλώνιους ή τους Αιγύπτιους και όλη η παραγωγή πνεύματος τελείωσε με την Τουρκοκρατία. Η τελευταία αποτελεί και το μόνιμο άλλοθι για τη σημερινή μας κατάντια. Κάτι σαν αποδιοπομπαίο τράγο με φέσι στη σύγχρονη σουρεαλιστική πραγματικότητα.

Το ότι κάνουμε πως δε βλέπουμε βέβαια δε μας εμποδίζει να απολαμβάνουμε τις ευκολίες και τα αγαθά που είναι προϊόντα του παγκόσμιου πολιτισμού.

Η χώρα, η οργανωμένη θρησκεία, οι πρόγονοι είναι «ταμπού και τοτέμ». Κάθε προσπάθεια αξιολόγησης των παγιωμένων θεσμών που προκύπτει ως διαδικασία σκεπτικισμού προκαλεί αμοκ στις ορδές των «πιστών» και των οργανωμένων μαριονετοπαικτών. Αυτοί που ευνούχιζαν τα αγάλματα, σήμερα λοβοτέμνουν. Η γάγγραινα όμως στο τέλος τον οργανισμό τον σκοτώνει.

Ο κάθε υγιής άνθρωπος, αυτοαξιολογείται, κατανοεί κάποια από τα ελαττώματα και τους περιορισμούς του, θαυμάζει ότι είναι αξιοθαύμαστο, έχει πρότυπα και προσπαθεί να γίνει καλύτερος. Ενώ ο συμπλεγματικός άνθρωπος εφευρίσκει ψεγάδια για τους άλλους, κατασκευάζει αόρατους ή ετεροχρονισμένους εχθρούς και πάντα έχει μια δικαιολογία για όλα του τα στραβά.

Εμείς αυτό το έχουμε ανάγει σε εθνικό σπόρ. Ο Έλληνας ανακουφίζεται με τους «εγκληματίες» Αλβανούς, τους «βάρβαρους και απολίτιστους» Τούρκους, τα «Αμερικανάκια» και τους «Κουτόφραγκους». Οι εχθροί του ονομάζονται «τουρκοκρατία» (πάλι καλά που ξέχασαν τους Πέρσες), «δημόσιο» (μέχρι να μπει), «ξένα κέντρα» (Lidl, Tesco, Illuminati), «σιωνισμός», «μασονία».

Παράλληλα την ίδια στιγμή, ο Νεοελληναράς είναι το κακέκτυπο αυτού ακριβώς που λοιδωρεί. Ένας «αντιαμερικάνος» μπουρτζόβλαχος που καταναλώνει ασύστολα κάθε παραπροϊόν υποκουλτούρας. Ένας ομογενοποιημένος ψευτομπουρζουά που ντύνεται με designer clothes, και αγοράζει σπορ αυτοκίνητα σε 72 δόσεις την ώρα που το διαιτολόγιο του περιλαμβάνει μόνο φακές.

Η επαφή του με την ανάγνωση περιορίζεται στις αθλητικές εφημερίδες και τα περιοδικά του Κωστόπουλου, το λεξιλόγιο του περιλαμβάνει περίπου 1000 λέξεις, από τις οποίες οι περισσότερες είναι επιφωνήματα και νομίζει ότι ο Πλούταρχος είναι τραγουδιστής.

Την ίδια στιγμή που στη φαντασία μας είμαστε οι κορυφαίου πιλότοι, γιατροί, επιστήμονες, εραστές (συμπληρώνετε τη λίστα με ότι θέλετε , σε όλα είμαστε κορυφαίοι), η πραγματικότητα πέφτει σαν κεραμίδα:

Κανένα Ελληνικό Πανεπιστήμιο δε βρίσκεται στα 200 πρώτα του κόσμου (άραγε από πού βγαίνουν όλοι οι κορυφαίοι επιστήμονες;). Αντίθετα στη λίστα φιγουράρουν δύο Τούρκικα. Και ώ τι έκπληξις !!! Οι κουτόφραγκοι βρίσκονται στις πρώτες θέσεις. Στημένο !!! Στημένο !!! Πως γίνεται οι χαζοί Βορειοευρωπαίοι να είναι πρώτοι;;;;

Παράλληλα διατηρούμε την πρωτιά από το τέλος στην αναγνωσιμότητα βιβλίων ανά άτομο στη Γηραιά Ήπειρο και την τελευταία θέση στον ηλεκτρονικό αλφαβητισμό.
Τι να τα κάνεις τα βιβλία άμα είσαι απόγονος του Πλάτωνα. Το έχεις στο DNA σου. Μπορεί βέβαια να μην έχουμε ιδέα για την εξέλιξη και την κληρονομικότητα αλλά η λέξη DNA έχει περάσει στο DNA μας συνδεδεμένη πάντα με το επίθετο Ελληνικό. Long – live Karatzafyrer !!!

Όσο για την πληροφορική. Τι να την κάνουμε. Η γνώση του παρακειμένου του «λέγω» είναι αυτή που θα λύσει τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας της χώρας. Στο κάτω κάτω εκτός από το facebook και το κινητό όλα τα άλλα είναι αμερικανιές για κουλτουριάρηδες και τρελούς επιστήμονες.

Πατριωτισμός κύριοι δεν είναι να φωνάζεις ζήτω το έθνος, έξω οι ξένοι. Αυτό λέγεται τσάμπα μαγκιά. Καμαρώνεις με ξένα κόλυβα.

Το άκρον άωτον της υποκρισίας είναι να το παίζεις πατριώτης και να φωνάζεις έξω οι μετανάστες την ώρα που κλέβεις την εφορία και στερείς πόρους από τη χώρα σου για να έχεις πισίνα 20 μέτρα από τη θάλασσα πιστεύοντας ότι έτσι θα αποκτήσεις αξία, αγράμματε απόγονε του Αριστοτέλη.

Και μέγιστος ξεπεσμός είναι να αυτοαποκαλείσαι «χριστιανός ορθόδοξος» και να καμαρώνεις (λες και η θρησκεία είναι τίτλος τιμής και όχι στάση ζωής) την ώρα που πατάς τον εγχώριο ή μετανάστη προλετάριο για να έχετε από 30 ζευγάρια παπούτσια εσύ και η γλάστρα που έχεις για σύντροφο.

Πατριωτισμός είναι να φανείς αντάξιος των αξιών και των ιδεών που κληρονόμησες. Να δουλέψεις σκληρά για να πας την Ελλάδα ένα βήμα μπροστά. Αλλά αυτό προϋποθέτει αυτογνωσία, αξιοκρατία, δημοκρατία (στην καθημερινότητα και στο πολίτευμα) και πάνω από όλα δουλειά. Χωρίς αυτά δεν πρόκειται ποτέ να φτιαχτεί μια ανεξάρτητη, προοδευτική, δημιουργική, δίκαιη Ελλάδα.

Μέχρι να φτάσουμε εκεί θα είμαστε ξεπεσμένοι αριστοκράτες.

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

Μύθοι, άγνοια και βιντεοπαιχνίδια. Λόγο στους αποβλακωμένους.

Αγαπημένη τακτική των media είναι η δαιμονοποίηση των ανταγωνιστών τους. Η μέθοδος είναι γνωστή και περιγράφεται στα περισσότερα εγχειρίδια ψυχολογίας περι προπαγάνδας. Το αντικείμενο κατ’ αρχάς πρέπει να θεωρηθεί «επικίνδυνο» και αυτό επιτυγχάνεται αποδίδοντας του ατεκμηρίωτα αρνητικές ιδιότητες που έχουν από ελάχιστη ως καθόλου σχέση με αυτό. «Η επανάληψη είναι η μήτηρ της μαθήσεως» και οι τηλεθεατές (δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού) αναλαμβάνουν να αναπαράγουν το κλισέ. Η «κοινωνική απόδειξη» (Cialdini) αναλαμβάνει τα υπόλοιπα και έτσι δημιουργείται ένας ακόμη αστικός μύθος.

Για το Διαδίκτυο έχω γράψει. Θα ασχοληθώ με τα βιντεοπαιχνίδια. Και πιάνομαι από τη ρήση «τα βιντεοπαιχνίδια αποβλακώνουν». Το λένε και οι «διανοούμενοι», δηλαδή αυτοί που γράφουν δοκίμια σε μεταμοντέρνα ορολογία. Οι υπόλοιποι είμαστε «ανοούμενοι» προφανώς επειδή δεν μπορούμε να αντιληφθούμε έννοιες όπως η «μέθεξη» και η «μεθοριακότητα». Κανείς από όσους αναπαράγουν το κλισεδάκι δεν κατάφερε να μου δώσει ακριβή ορισμό του «αποβλακώνω» και πως ακριβώς αποβλακώνεσαι μόνο και μόνο επειδή βρίσκεσαι μπροστά από μια οθόνη.

Αναρωτιέμαι πως γίνεται, ένα μέσο που σε κρατά σε εγρήγορση, ώστε να πάρεις αποφάσεις σε κλάσματα δευτερολέπτου, να διαχειριστείς πόρους, να λύσεις γρίφους, να οξύνεις την παρατηρητικότητα και τα αντανακλαστικά σου, να συνδυάσεις αντικείμενα και να πάρεις στρατηγικές αποφάσεις και απαιτεί την αμέριστη προσοχή σου κάθε δευτερόλεπτο για να επιτύχεις, τελικά να σε αποβλακώνει.

Υπάρχουν δεκάδες μελέτες που επιβεβαιώνουν τα οφέλη των βιντεοπαιχνιδιών. Πολλές από αυτές δημοσιεύονται σε επιστημονικά περιοδικά όπως το Journal of personality and Social Psychology αλλά και πιο εύκολα μπορεί κανείς να τις βρει σε έντυπα εκλαϊκευμένης επιστήμης όπως το τεύχος 20 του περιοδικού Scientific American Mind (Φεβρουαριος – Μάρτιος 2009). Το τελευταίο μάλιστα είναι αφιερωμένο στα οφέλη των παιχνιδιών γενικότερα στην ψυχική υγεία και την ανάπτυξη της προσωπικότητας. Βελτίωση μνήμης, ικανότητας λήψης αποφάσεων, συγχρονισμού χεριού – ματιού, αναγνώριση σχημάτων, βελτίωση ικανότητας αντίληψης χώρου επιβράδυνση εκφυλισμού νοητικών λειτουργιών, ευεξία είναι μερικά από τα οφέλη που έχουν επιβεβαιωθεί ακόμα και με μαγνητικές τομογραφίες εγκεφάλου.

Πως γίνεται να γίνεται τόσο ντόρος για τους κινδύνους από τα βιντεοπαιχνίδια ενώ αντίθετα να μην ασχολείται κανείς για τα σκουπίδια που προβάλλονται από την τηλεόραση (ως επί το πλείστον) και για το ότι οι μαθητές έχουν κάθε μέρα έξι ώρες μάθημα, τέσσερις ώρες διάβασμα και άλλες τέσσερεις ιδιαίτερα. Για τα τελευταία δεν πειράζει καθόλου, γιατί με το πτυχίο, το proficiency και το ECDL μπορείς να καυχιέσαι στη γειτόνισσα. Η ολοκλήρωση της προσωπικότητας πάει περίπατο μπροστά στο πρεστιζ του πτυχιούχου που εξακολουθεί να αποκαλείται παραπλανητικά μορφωμένος. Πρωταθλητές στη συλλογή πιστοποιήσεων και την απόκτηση δεξιοτήτων για την επιτυχία σε εξετάσεις. Κρίση και μόρφωση δεν χρειάζονται.

Τα βιντεοπαιχνίδια είναι κακά γιατί είναι ηλεκτρονικά. Ιδιαίτερα στις τεχνοφοβικές κοινωνίες. Ειδικά για αυτούς που δεν έχουν ασχοληθεί ποτέ μαζί τους. Και οι επικριτές το γνωρίζουν δια του τηλεπαρουσιαστή – αντιπροσώπου. Τον οποίο παρακολουθούν καθήμενοι ή ξαπλωτοί τρώγοντας πατατάκια και ενίοτε αμίλητοι. Για να τον αναπαράγουν αυτολεξεί και άκριτα αύριο στην ομήγυρη που αποτελείται από τους υπόλοιπους τηλεθεατές. Και όλοι μαζί χαίρονται που έχουν επίγνωση του κινδύνου και θα προστατέψουν σήμερα ή αύριο τα παιδιά τους στρέφοντας τα προς πιο ακίνδυνες για την προσωπικότητα τους ασχολίες. Δηλαδή την τηλεόραση και τα ιδιαίτερα. Εδώ παίζει η άλλη αρχή που περιγράφει ο Cialdini στο διαχρονικό και πάντα επίκαιρο βιβλίο του Ιnfluence, αυτή της ομοιότητας – συμπάθειας. H αρχή αυτή ισχυροποιείται από τη θεωρία της γνωστικής διαταραχής (cognitive dissonance), όπως περιγράφουν οι Tavris και Aronson στο βιβλίο τους Mistakes were made, but not by me. Στο βιβλίο αυτό βρήκα μια πολύ πειστική εξήγηση γιατί οι άνθρωποι προσπαθούν να υπερασπιστούν ανόητες απόψεις και μια διαφορετική προσέγγιση ερμηνείας της ανθρώπινης συμπεριφοράς από αυτή του μπιχεβιορισμού. Ειδικά αναλύεται η σοφή λαϊκή ρήση «όσα δεν φτάνει (ξέρει) η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια».

Αναρωτιέμαι πόσοι από αυτούς που κατηγορούν τα βιντεοπαιχνίδια έχουν ασχοληθεί ποτέ με αυτά. Συνήθως (όχι πάντα) οι πιο ένθερμοι κατήγοροι είναι αυτοί που κοιτάνε τα χειριστήρια και την οθόνη 2-3 ώρες μέχρι να καταλάβουν τι γίνεται. Είναι επειδή δεν έχουν αποβλακωθεί ακόμη. Μόλις αρχίσουν να παίζουν θα αποβλακωθούν. Οι πεντάχρονοι συνήθως χρειάζονται πολύ λιγότερο χρόνο για να αποβλακωθούν.

Προσωπικά και ενώ ήμουν πεπεισμένος από την ωφέλεια της χρονικά ελεγχόμενης ασχολίας με τα βιντεοπαιχνίδια, έμεινα εκστασιασμένος από την πρόοδο που έκανε ο τότε τετράχρονος γιος μου παίζοντας Lego Indiana Jones μέσα σε δύο μόλις εβδομάδες. Λεξιλόγιο – παρατηρητικότητα, αντανακλαστικά, επίλυση προβλημάτων.

Υπάρχει όντως ένα πρόβλημα με τον εθισμό που προκαλούν τα παιχνίδια. Και είναι λογικό να είναι εθιστικά. Είναι συναρπαστικά, γεμάτα από πνευματικές προκλήσεις, επιβραβεύουν τον παίκτη διαρκώς και ορισμένα από αυτά είναι έργα τέχνης.

Αν λοιπόν κάποιος αφιερώνει 10 ώρες την ημέρα στο βιντεοπαιχνίδι είναι λογικό να υποστεί τις αρνητικές συνέπειες για τη σωματική (παχυσαρκία, όραση, μυοσκελετικά προβλήματα, αυπνίες) και ψυχική (κοινωνική απομόνωση, εφιάλτες) υγεία του. Τα ίδια και χειρότερα όμως μπορεί να υποστεί κανείς από οποιαδήποτε μονοκαλλιέργεια και κατάχρηση ακόμα και αν αυτή φαίνεται ή είναι αλλού ωφέλιμη (πρωταθλητισμός, υπερβολικά ιδιαίτερα, εργασιομανία). Το πρόβλημα λοιπόν δεν έχει να κάνει ειδικά με τα βιντεοπαιχνίδια που είναι της μόδας να βρίσκονται στο στόχαστρο, αλλά με την κάθε μορφής απόκλιση από το «μέτρον άριστο».

Βέβαια δεν είναι όλα τα βιντεοπαιχνίδια ωφέλιμα και άξια λόγου, όπως δεν είναι και όλα τα βιβλία, όλες οι ταινίες ή όλες οι τηλεοπτικές εκπομπές. Δε μας πιάνει όμως η ιερή αγανάκτηση όταν το παιδί μας βλέπει τα δελτία ειδήσεων του Star ενώ όταν παίζει grand Theft Auto, τρέμουμε στην ιδέα ότι το παιδί μας αύριο θα γίνει gangster. Όπως γίναμε βίαιοι και μαφιόζοι όσοι μεγαλώσαμε με τον Bruce Lee και τον Νονό. Τότε ο εχθρός της τηλεόρασης λεγόταν βίντεο.

Κλείνοντας θέλω να μοιραστώ την καθαρά προσωπική μου εμπειρία πως η γοητεία που μου ασκούσαν τα βιντεοπαιχνίδια και τα κόμιξ από την παιδική ηλικία αποτέλεσαν παράγοντες που συνέβαλλαν στην επαγγελματική μου επιτυχία, τη ροπή μου προς το διάβασμα, τα ταξίδια και γενικότερα τις αναζητήσεις. Ευτυχώς οι γονείς μου δεν με εμπόδισαν.

Συναποβλακωμένοι υπομονή μέχρι την επόμενη γενιά. Τότε θα έχουμε συνηθίσει τα βιντεοπαιχνίδια και δεν θα γίνεται ντόρος όπως τώρα δεν γίνεται για τα φλιπεράκια, το βίντεο, το τραζιστοράκι, το κινητό και τους υπόλοιπους διαφθορείς της νεολαίας.

Ένας αποβλακωμένος

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2009

Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν






Αυτό το κείμενο γράφτηκε πριν 9 χρόνια και παρουσιάστηκε σε διεθνές Επιστημονικό συνέδριο. Για όποιον ενδιαφέρεται για τους λόγους που η Σύμη είναι άδεια. Τι είχαμε προτείνει τότε για να μη φτάσουμε εδώ που είμαστε σήμερα:





Tourist-Dependent Symi: Sustainable Future for a Small Island?

Professor Michael Carley
Centre for Environment and Human Settlements
Heriot-Watt University, Edinburgh

and

Dimitris Antonoglou, Postgraduate student in
“Tourism Planning, Policies and Management”
University of the Aegean, Chios.


INTRODUCTION
Symi is a small island in the Dodecanese. Its area is 64 sq. km. Its population is 2.332 (1991 Census), down from more than 20,000 towards the end of the 19th century. Although deficient in natural resources, including fresh water, Symi is a gem of domestic neo-classical architecture. It has had “traditional protected settlement” status since 1971. It retains lively Greek life and embedded cultural patterns, many retained rather than eroded in the face of modernity. Despite having no airport and virtually no beaches, Symi is a popular destination for tourists who appreciate its culture, its scenery and its way of life.

Tourism in the Symiot Economy
Like many Greek islands, tourism is revitalising the local economy, leading to a major reconstruction programme of houses for both Greeks and foreign residents and to serve the needs of tourism. Economic vitality has stabilised the population and allowed families with school-age children to remain on the island when emigration would have been the preferred option in previous decades. A measure of the contribution of tourism to social development is the fact that children of Symiots who emigrated to Australia and elsewhere in the 1940s to 1970s are returning to Symi to live and raise their families. Symi’s economy is heavily dependent on tourism since it has virtually no agricultural or industrial production outside of a single fish farming operation.

Symi is characterised by much repeat tourism, with many tourists identified as coming to Symi for 20 years or more, and/or visiting more than once per year. The tourists return again and again in Symi and spend many millions of drachma in hotels, restaurants, cafes and other establishments, which are also available to the island's residents in numbers far greater than base population would warrant.

Many tourists care very much about Symi’s future as evidenced by their frequent letters and articles in Symi's English language newspaper, The Symi Visitor. During their stay, they spend millions of drachma in shops, restaurants and cafes, and for accommodation. In all, tourism is of enormous economic benefit. More importantly, these tourists care very much for Symi’s future, which is unusual and fortunate for Symiots.

The Atmosphere of Place - important but intangible?
Most tourists come to Symi because of the very fact that it is not a mass tourism destination. Elements, which attract tourists in Symi, include traditional architecture of its amphitheatrically built settlement, the rich local culture, and the natural beauty and ambience of its environment. They also come to Symi because of what might be considered a truly Greek atmosphere - an atmosphere which may now be lacking in high volume destinations such as Mykonos, Spetses and parts of Crete which have become similar to mass market destinations in Spain, Portugal and so on. For example, next year's brochures for the British travel companies stress this vague, but possibly real, notion of authenticity. The same applies to the Island's municipal website. Therefore, however difficult to assess, planning for Symi's future should include measures to foster the retention of whatever factors give rise to this sense of atmosphere. In part, interviews with residents and tourists, recommended below, can provide a more substantive definition of this elusive factor in the appeal of an island with few beaches, no airport and problematic transport links during windy or stormy weather.

Future of Tourism - warning shots
If tourism has brought benefits, will it do so in future? In the best case, sustainable development benefits this generation and gives Symi’s children and grandchildren the benefits of economic growth while preserving the environment and the culture. This is important, because if the environment is ruined or culture debased, the high quality tourists on which Symi depends may stop coming. Then the economy will become dependent on the package-tour day visitors, an enormously fickle market given there are now cheap destinations the world over.

What happens elsewhere is a warning - short-term greed and too many tourists destroy the environmental quality that attracted the visitors in the first place. Then a destination gets a reputation as “spoilt” and the industry moves down-market where profit margins are thin. This happened in the Costa del Sol and, recently, the residents of the island of Majorca held mass demonstrations to say they didn’t want any increase in tourist numbers - there were enough. The problem is that when sophisticated tourists decide a destination is spoilt, they don’t say anything, they just don’t return - voting "with their feet" as it were. Once high spending tourists have decided not to revisit a destination, it becomes impossible to chart their concerns or their motivations.

Eco-tourism as a development option?
The gap is traditionally filled by moves "down market" but there is little evidence of long-term benefit in catering for the cheap end of the holiday market, particularly as Greece moves towards joining the Euro currency, which is likely cause prices and wages to rise. A better strategy may be to cater for an important “niche” market, the sophisticated, well-off eco-tourists. These tourists require high quality environments, not ruined by pollution or over-development. Eco-tourism, by definition, needs not only a good local environment but also a “host community” which lives in an environmentally-friendly manner - conserving Earth’s scarce resources. This is important for Symi, which recently announced its hope to become a European centre for environmental conferences - an excellent approach to promoting eco-tourism.

However, although many tourist business operators, and tourists, find "eco-tourism" an apparently attractive option, there are real tensions, which emerge in an island economy which is expanding rapidly. The very rapid expansion which tourism fuels may also limit future options for pursuing niche markets, such as eco-tourism. Large-scale tourism itself is known frequently undermine the very environmental and cultural resources which gives rise to the tourism in the first place (Carley and Christie, 2000). And economic diversification, such as fish farming in Symi's case, can appear to be contradictory to the interests of the tourism sector of the economy.

The rest of this article looks at tensions between development or “progress” on Symi and the environment on which eco-tourism may depend. These tensions, where there is no right answer, are common. They are explored here to give a flavour of development issues. A more complete assessment of these and other issues is then suggested in a final section, which argues the need for a strategic planning process for the island. This would involve careful assessment of costs and benefits of development options - thinking into the future as to what the island will be like for future generations.

ECO-TOURISM AND THE CHALLENGES OF DEVELOPMENT - SYMIOT EXAMPLES
This section looks at four examples of tensions between development processes and the environmental and cultural conservation, upon which eco-tourism would depend: fresh water supply, countryside protection, traffic management and the impact of fish farming. Other examples could have been cited, wastewater treatment issues for example, but the examples presented here are sufficient in a short paper to underpin the subsequent argument for a strategic development approach.

Fresh Water
Economic prosperity is a two-edged sword. Fresh water on Symi is very scarce and must be shipped in from Rhodes by tanker. Shortages are frequent, and a proposal to use EC funding to build a reservoir up a steep hillside up from part of the town met strong opposition.

Fresh water is vital to Symi’s well-being, with current supply a substantive constraint on tourist development, not surprisingly, having had setbacks on the reservoir proposal, the Town Council is considering a desalination plant, as on Mykonos. But careful consideration has yet to be given to costs and benefits. On the plus side is a more regular water supply. Against this however desalination requires enormous capital investment to buy the plant and large quantities of electricity. This means the water is usually two to three times as expensive as from any alternative source.

If the electricity, which runs the plant, is produced by burning diesel fuel, as on Symi, that contributes to global warming, now proven to be taking place in Europe and elsewhere (Carley and Spapins, 1998). This will cause the Mediterranean area to become hotter in the next century, requiring more air conditioning, more electricity and so on - a vicious cycle which will certainly affect Symi within the lifetime of the current youngest generation. To reduce global warming, the European Union is likely to levy an increasing “carbon tax” on diesel fuel - which will drive up the price of desalinated water ever higher.

A better “sustainable” approach for Symi could be sophisticated rainwater collection and water conservation. The money saved by not running a desalination plant could fund additional rainwater collection systems of two sorts: house and building systems, based on Symi’s excellent, traditional cisterna technology, and construction of additional reservoirs around the island, to catch the large quantities of rainwater run-off. Water conservation takes three forms. First, stopping widespread leaks caused by poor plumbing. Second, better technology, such as new “water saver” toilets, which use only one-sixth the water to do the same work, but are no more expensive than regular toilets. Finally, “grey water” could be re-used. For example, shower or dish water can be used to flush toilets rather than drinking water. These kind of improvements are standard in sophisticated new buildings elsewhere in Europe. Symi, with its tradition of water conservation, can apply local knowledge and new technology to saving fresh water without loosing any of the island’s quality of life. However, like many environmental concerns, both political commitment to a co-ordinated approach, and broad citizen concern about issues, are necessary to set the stage for its achievement (Carley, 1999).

Quality of Countryside
Many visitors come to enjoy the island’s fine countryside. Clearly if Symi wants the economic advantages of an eco-tourism development option in future, it must protect this at all costs. If it does, it will have a big “market advantage” in coming decades as other tourist destinations are damaged.

However, tensions surface. The January 1999 Symi Visitor reported on a survey of tourists who complained that Symi’s footpaths were being bulldozed into wide roads. The editor pointed out that the roads were of value to local people with cars. Both points are valid. New roads are useful because they open up the island, for example to the elderly, and make it easier for people to get to ceremonies at the many monasteries or to go over to visit friends. But, from the tourist point of view, the only level footpath out of town, very popular for walking, is now paved and busy with cars and motorbikes. Street lighting, making the road safer for vehicles, also has made it impossible to stroll out in the evening to enjoy the stars, triggering another round of letters of regret from tourists to the Visitor.

Is there an answer to this kind of dilemma? Clearly residents’ needs must be met and care taken to cater for the many tourists who come to Symi to walk, for the economy depends on tourism. If the tourists are unhappy they simply will not come back. What kind of options are consistent with an eco-tourist approach? First, the island’s traditional stone paths should be recognised as historic engineering wonders and all should be preserved - just as Symi’s historic buildings are preserved. Too many paths have been bulldozed. Second, a network of designated footpaths should be protected, just as “registered” footpaths in Britain can never be changed to something else. The Town Council has made a good start with signposting of important sites and paths.

Finally, careful planning should ensure that road building does not damage the environment. In Scotland, also dependent on tourism, the government designates some rural roads as “tourist amenity roads” which will always be single track and never up-graded - to maintain the rural feeling that tourists love. Although this inconveniences local people, they recognise that tourism is vital to their future. Again this case suggests that a careful assessment of options, and modest conservation measures triggered with a strategic development context, is likely to be a more fruitful option than environmental disregard or achievement of short term benefit. Such a framework provide a means for more systematic mediation between needs of residents and visitors, and short and long-term concerns.

Traffic Management
All over Europe, town councils are desperately trying to reduce traffic - one of the biggest environmental crises. Serious attempts are now being made by many cities to close their town centres completely to cars - the European “Car Free Cities Club”, where walking, cycling and buses are the main modes of transport. The problem with car ownership is that it makes good sense from a household point of view, but too many cars and congestion destroy quality of life.

Symi is getting big city problems in miniature. Vehicle numbers on the island have exploded since 1998 - with every accessible public square, including the main town square in front of Town Hall, now used as a car park. From a base of about 400 vehicles in 1997, it appears that vehicle numbers are growing at around 20% per year, which means there could be around 1,000 vehicles on Symi in the year 2003. At European averages, vehicles numbers in Symi would level off at around 1300 vehicles - by which point the island will be choked with cars (Carley, 1992).

Tourists and Greek residents are starting to complain about traffic, with tourists threatening not to return. More than 70 per cent of tourist complaints received by the Municipality is about traffic congestion. The most important British tour operator who sends tourists in Symi states that tourist accommodation in part of the harbor is difficult to sell because of noise and traffic.

The Municipality of Symi tried to enforce a traffic management system during the past 5 years, forbidding vehicles from the harbourside for a few hours a day, but it has collapsed due to lack of enforcement. The police claim that it is not their responsibility to enforce it. The restriction is seen to be illegal since there is no other road connecting the harbor with the upper town of Symi, hence the warden employed by the Municipality does not have any legal power to prevent vehicles going in. Parking space outside the restricted area is very limited, thus cars coming from the upper town of Symi usually form a long queue across the road narrowing it by 30 per cent. This situation creates tension between the warden and the drivers resulting in vehicles finally passing through the harbour. Last summer the Municipality was unable to find anyone willing to become the warden and the situation got worse. The council is now thinking to use a card operated bar to block incoming traffic, but this can not stop the movement of vehicles which remained inside the restricted area since the time the traffic was allowed. The council also requested the employment of Municipal Police to assist the enforcement, but the Greek Government has not yet authorized it.

Although the problem is politically difficult, there are options for traffic control, and use of alternative vehicles (buses, electric delivery vehicles, bicycles, etc.) Most importantly, the Municipality of Symi needs the political courage to strictly enforce the vehicle ban. If the Town Council does not have this courage, there is a real chance traffic will steadily erode Symi’s quality of life and the eco-tourist market will be lost.

Economic Diversification in Fish Farming
Over the past six years, a fish farming business has developed on Symi. The business consists of three parts: groups of fish pens or nets visible in the sea, for growing the fish; a fish packing factory and fish breeding tanks built in 1997-98 (but never used, due to a court case against it); and a smaller service area in the town's main harbour. There used to more than one fish farm owner, but the business has now been consolidated under a Rhodes-based company called Symi Fish.

Many people on Symi support fish farming, seeing it as a way for the island to diversify its economy and have year-round jobs not dependent on tourism. But other people are very worried about the possibility of water pollution. They wonder if fish packing is compatible with tourism, and whether fish farming could have a negative effect on the attractiveness of the island to ecologically minded tourists. A preliminary analysis suggests that the issue is not simple with a number of important aspects which need to be considered: economic and social, water and air quality impacts, and land use and traffic impacts.

In a financial sense, fish farming offers positive benefits for Symi: new jobs, new flows of money in other businesses on the island, and increased sea transport linkage between Symi and the rest of Greece. By the time the packing factory opens (if ever), around 30 new jobs will have been created either at the fish pens or in the packing factory. Each of these Symiot families will have a new source of year-round income. Some of that money in turn will be spent on the island. The company too spends money on the island, buying goods and services. If tourism takes a down-turn, this income flow could be important to the island’s economy. A main concern is that jobs do go to Symiots, and not just unskilled jobs.

Another concern is whether the fish farm will disrupt the traditional fishing of Symi in any way, or whether it might benefit it in terms of increasing fish stock through escapes and additional food. Although there is little evidence one way or another, it is important to try and create a situation where the traditional fishermen of Symi benefit from the development. In terms of increased contact, there is evidence that the presence of the fish farm is increasing the number of visits of large ferries calling on Symi. During the winter months this may be of special benefit.

At the heart of concern about the fish farm is the issue of water quality, which could be at risk from excess fish food, from fish excrement or from medical chemicals used to treat the fish to combat disease and pests. The preliminary scientific evidence does not show significant water pollution from the pens. In the warmest months of the year, August and September, seawater quality is vulnerable to deterioration from any combination of impacts, which could include the fish farms outputs and human pollutants from anchored yachts. In terms of chemicals and medicines, fish farmers (as in Scotland) are often tempted to use too many. A second area of concern is the effect of effluents of the fish-packing factory on water quality. However, Symi Fish argues that they will operate a “zero pollution” factory. First, all fish guts will be saved, frozen and sent weekly to Piraeus to be sold for cat food. Any dirty water will go through a sophisticated treatment process and come out clean for reuse in the factory.

One reason debate over fish farming issue has arisen so strongly is the construction of the new factory, which has appeared in an area which had been peaceful and completely rural, used mainly for summer of local residents. Now that the factory is there, some people will feel there is little point questioning its existence. However is important to note, from a land use point of view, its location appears to be the question which was not asked. That question that ought to have been raised loud and clear is: if a factory is a good idea, where should it go, given that it will be there for generations?

While many factors may influence the answer, to the professional land use planner, building the factory in the only readily accessible rural area around the main town which is not straight up a mountainside, seems an odd choice, given the long-standing recreational use of the area. Only time will tell if the factory is a good neighbour to tourism. Given that most tourists do not travel around the world to visit fish factories, the skeptics may be right to be concerned on this point.

REQUIRED: A DEVELOPMENT PLANNING PROCESS FOR SYMI

Symi can be classified in the stage of the tourism development lifecycle, described as the stage of maturity and stability of tourism (Cocosis, Parpairis, 1996). Some characteristics of this are specialization in tourism, increased environmental concerns and, strikingly, economic success threatening the quality and existence of the environmental resources (Coccosis, Parpairis 1996). In a worst case scenario, the very factors which attracted tourists in Symi will be steadily eroded by the economic development which tourism has unlocked - leading Symi to the fourth stage of “fatigue and saturation”. This is said to result in either reduction of the number of tourists or in attraction of unwanted type of tourists (Κοκώσης, 2000).

Traffic, fresh water, fish farming and loss of recreational countryside are all concerns. There are others which would be identified in any strategic plan which attempts to map out a sustainable approach to future development: land use; civil engineering, water supply and wastewater treatment; energy consumption, conservation and renewable sources; recycling and solid waste management, and so on. A framework of analysis flows logically from a SWOT-type analysis (Strengths, Weaknesses, Opportunities and Threats) and need not concern us further here (Barton, 1999; European Institute for Urban Affairs, 2000; Carley and Christie, 2000).

However the biggest danger to Symi's future development may be short-term thinking and failure to tale a strategic approach to development. The alternative is to think about the development of the island as a whole, anticipate problems and build consensus on what to do - across the dividing lines of political parties. To accomplish this, Symi could prepare a development plan which integrates four factors:

• a long-term economic strategy for high “value-added” tourism and economic diversification;
• measures to maintain environmental quality;
• concern for enhancement of culture and language ;
• attention to the organisational and institutional capacity necessary for the Island to carry forward an on-going process of strategic planning.

Economic and environmental strategy: What do we need to know?
A first step in strategic planning is to carry out local surveys including to assess concerns and needs of various sectors of the community (different age groups, the business sector, the educational and social services sector, and so on) and to assess all the elements related to tourism and other options for economic development and environmental conservation in Symi (McIntyre 1993). This would include:
Calculation of the optimum tourist carrying capacity, which is essential in order to achieve sustainability (Inskeep, 1991)
Environmental issue analysis and assessment of environmental impact of development options
Existing tourist arrival patterns and potential tourist markets
Profile and requirements of tourists visiting Symi
Evaluation of the area and the facilities by the tourist
Census of all tourist facilities and services (including amenities)
Usage of amenities
Access to the area and local infrastructure
Land use
Availability of local investment capital

Organisational and Institutional Capacity
While a strategic plan is helpful, no plan remains valid for more than a four or five year cycle without substantial revision to take into account dynamic changes in the decision-making framework. More important than any plan per se then is for the Symi's Town Council and its partners in island governance to manage the process of change. This requires a long-term view or vision of twenty to thirty years ahead, of what people want the island to be like for their children and grandchildren. The vision, which ought to represent broad consensus lead by the Mayor and other leaders, says where the island wants to be in twenty years, the destination. The strategy then provides a road map on how to get there.

Beyond this, three aspects of organisational/institution

al capacity are relevant:
• partnership between local government and other sectors to foster the development process,
• the human resources capacity on the island to operationalise the development strategy, especially in the Town Council, and
• a framework of strategic support for the island from regional and central Government.

With regard to partnership, strong leadership by Mayor and Town Council members needs to be complemented by organisational development on the island. Currently, Symi’s tourism-related business sector has not organized itself collectively - neither the domestic sector on the island, nor the overseas sector, such as travel agents in the UK, which specialise in Symi as a destination. The Town Council could also benefit from the assistance of a supportive organisation which focused on development issues, and which bridged the interests of different political parties. This "planning council" could link local residents, scientists, businesspersons and local authorities. One role would be to evaluate costs and benefits and the possible impacts of development proposals from economic, environmental and social points of view, assisting the Town Council to take wise decisions based on a broad integrated understanding of issues and drawing on experience from other parts of the world as relevant. Such a council could include academics from Symi as well as those who care about the island and visit it regularly.

Such a voluntary approach to developing human resources capacity may be necessary since Town Council lacks the scientific knowledge base to plan and manage a complex multi-disciplinary approach to development. For example, no Town Council member currently holds a university degree, although they have deep reservoirs of experience on which to draw. Such a voluntary body should have the consensus of all political parties and Symi’s local community in order to ensure its operation unaffected by the possible changes of the Town Hall leadership since the strategic planning is a long term one.

The strategic plan must be agreed and voted by the Town Council and be approved by Government at senior levels. Having formulated a complete plan and a forward budget would assist in convincing regional, national government and the E.U. to provide funding for implementation. Regional and central governments, if they are at all committed to sustainable development, will need to provide financial and training resources for enhancing human resources capacity on the island, or available to the island, for strategic development and tourism management. The regional government for the Dodecanese, for example, should seriously consider a Regional Development strategy which built on the firm foundations of a similar development strategy for each of the dozen islands in the Dodecanese. Such "bottom-up" and "top-down" integration is identified as fundamental to the achievement of sustainable development (Carley and Christie, 2000).

On Symi itself, specialised expertise should be secured if at all possible. For example, Town Hall would benefit from the services of a full time tourism planner, working with the advisory council mentioned. Duties could include continuous evaluation of changes in tourism in the local, regional, national and international market place, provision of advice and education to the council and the local business community.

Local residents also need to be convinced about the link of environmental preservation and economic success. Their views underpin leadership by Mayor and Council on contentious development issues (Carley, 1999; European Commission, 2000). The Town Council should organize an education and communication campaign in order to inform and educate Symi residents and tourists This is the way to work towards a consensus in development planning.

Finally, on Symi, allocation of human resources within the Town Council may benefit from review and alignment with development planning. In particular, scientists hired with Project Kapodistrias do routine work instead of using their scientific knowledge to the advantage of the island. For example, employees with degrees in Regional Development and Marketing are spending most of their time working as typists for the Town Council!

REFERENCES
Barton, H. (ed.) (1999) Sustainable Communities: The potential for eco-neighbourhoods, London: Kogan Page Earthscan.
Briguglio L. et al (1996) Sustainable Tourism in Islands and small states. – Issues and Policies. Island Studies.
Carley, M. (1999) "Neighbourhoods: Building Blocks of National Sustainable Development" Town and Country Planning, 25: 58 - 60.
Carley, M. and I. Christie (2000) Managing Sustainable Development, London: Kogan Page Earthscan.
Carley, M. and P. Spapins (1998) Sharing the World: Sustainable Living and Global Equity in the 21st Century, London: Kogan Page Earthscan.
Cohen E. (1974), "Who is a tourist ? A conceptual clarification", Sociological Review, 22: 527-55.
European Commission, Research Directorate General (2000) Local loops - How environmental management cycles contribute to local sustainability, Luxembourg: Office for Official Publications of the European Community.
European Institute for Urban Affairs, 2000 Sustainability Toolkit, London: Housing Corporation.
Inskeep E. (1991) Tourism Planning: an integrated and sustainable development approach. John Wiley and Sons.
Κοκκώσης (2000) Τουρισμός και περιβάλλον. Εργαστήριο περιβαλλοντικού σχεδιασμού, Αθήνα
Laws E. (1995) Tourist Destination Management. Issues Analysis and Policies, Routledge
McIntyre G. (1993) Sustainable Tourism Development : Guide for local planners, World Tourism Organisation.
Parpairis (1998) Introducing the concept of carrying capacity of recreation and tourism in the small island’s environment : Perspectives and implications. 1st International Scientific Congress “Tourism and culture for sustainable development”, NTUA, Athens, May 19-21, 1998.

http://www.symi-island.gr, Website of the municipality of Symi, November 2000
http://www.symi-island.com, independent website about Symi, November 2000
http://www.symivisitor.com, independent website about Symi, November 2000

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2009

Γιατί έχουμε άποψη για όλα και πως τη διαμορφώνουμε.

Αφορμή για αυτό το άρθρο πήρα από μια φράση που ακούω όλο και πιο πολύ τελευταία. Πως σημασία έχει να έχεις τη δική σου άποψη και όχι την άποψη αυτών που διαβάζεις στα βιβλία. Συνήθως αυτή η άποψη ακούγεται από ανθρώπους που είτε δεν έχουν καμία επαφή με βιβλία, ή τα πιο σοβαρά βιβλία που έχουν διαβάσει είναι «η Πολυάνα Μεγαλώνει» και το «Ερωτικό Ωροσκόπιο».

Πολλοί θεωρούν ότι το βιβλίο είναι απλώς λόγια τυπωμένα σε χαρτί και όχι γνωριμία με έναν άνθρωπο και τις ιδέες του. Μια γνωριμία με ένας δάσκαλο που θα επηρεάσει το πνεύμα σου και που θα σου μεταδώσει τη σοφία του. Αλλά όχι. Πως μπορεί κάποιος άλλος να ξέρει πιο πολλά από εμάς; Αφού εμείς είμαστε το κέντρο του (δικού μας) σύμπαντος; Δε θέλω φυσικά να πω πως πρέπει να υιοθετούμε άκριτα ότι διαβάζουμε. Ίσα ίσα, πρέπει να αμφισβητούμε. Αλλά η αμφισβήτηση προϋποθέτει πάνω από όλα επίπονη μελέτη, γνώση, προβληματισμό και πάνω από όλα τεκμηρίωση. Το τελευταίο απαξιώνεται από όσους πιστεύοθν σε “new age” φιλοσοφίες, μια και καμιά απόδειξη δεν έχουν για οτιδήποτε από ότι ισχυρίζονται πέρα από την προσωπική τους εμπειρία και την εμπειρία των γνωστών τους.

Αφού λοιπόν και εγώ είμαι "γνήσιος Έλληνας" θα γράψω την άποψη μου, προσπαθώντας να διαγράψω από τη μνήμη μου ότι έχω διαβάσει για να είναι η άποψη «δική μου». Όμως δε βλέπω από πού αλλού μπορεί να σχηματίζεται η άποψη μας για ένα θέμα πέρα από τις γνώσεις και τις πληροφορίες που έχουμε.

Ο μέσος Έλληνας ενημερώνεται και μορφώνεται από το σχολείο, την τηλεόραση και το τι άκουσε από τους γνωστούς του (οι γνωστοί επίσης μορφώνονται από την τηλεόραση, το σχολείο και τους γνωστούς τους). Δυστυχώς η ανάγνωση (εξωσχολικών) βιβλίων δεν είναι το φόρτε μας. Διαβάζουμε τα λιγότερα από τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θεωρούμε ότι τα βιβλία απευθύνονται σε συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων, όπως οι «κουλτουριάρηδες», οι «ξενέρωτοι» και τα «φυτά». Είναι μια ασχολία που θέλει χρόνο που εμείς δεν έχουμε γιατί δεν περισσεύει από την αθλητική εφημερίδα, το Super Idol, την καφετέρια και το clubbing.

Επίσης έχουμε μπλέξει την επαγγελματική κατάρτιση, τις σπουδές και τη μόρφωση. Θεωρούμε όποιον έχει πτυχίο μορφωμένο. Σε λίγο που θα έχουμε όλοι πτυχία θα είμαστε και όλοι μορφωμένοι. Το ECDL σε λίγο προβλέπω να το παίρνεις σαν την τηλεκάρτα από το περίπτερο.

Το σχολείο σήμερα είναι απλά μια βιομηχανία απόκτησης πιστοποιήσεων (πολλές φορές άνευ ουσιαστικού αντικρίσματος) και δεξιοτήτων για επιτυχία στις εξετάσεις. Αποστηθίζουμε γνώσεις που αύριο θα είναι παρωχημένες και παπαγαλίζουμε μεθοδολογίες αντί να κατανοούμε πώς να λύνουμε προβλήματα.

Δυστυχώς δεν έχουμε καταλάβει πως σήμερα δεν έχουμε Δημοκρατία αλλά Εταιρειοκρατία (corporatocracy) και πως η εκπαίδευση έχει γίνει εργαλείο προπαγάνδας της. Προετοιμαζόμαστε για να γίνουμε a;yrio επιτυχημένοι άνθρωποι, δηλαδή στελέχη πολυεθνικής που εργάζονται νυχθημερόν για να πληρώσουν το στεγαστικό και το δεύτερο αυτοκίνητο χωρίς να έχουν ούτε το χρόνο, ούτε την ικανότητα να σκεφτούν.

Το σχολείο μας, αποθαρρύνει την κριτική σκέψη και την αμφισβήτηση. Ότι αποκλίνει από την επικρατούσα άποψη λογοκρίνεται άλλοτε κομψά και άλλοτε άκομψα. Το πολλαπλό βιβλίο απαγορεύεται, τα μαθήματα επιλογής σχεδόν απαγορεύονται και οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν λόγο για τη διδακτέα ύλη. Το ωρολόγιο πρόγραμμα δεν έχει κενά για την πραγματοποίηση δραστηριοτήτων (περιβαλλοντική εκπαίδευση, πολιτιστικά προγράμματα, τέχνες) και η υλικοτεχνική υποδομή στα περισσότερα σχολεία εξαντλείται σε έναν υπολογιστή (συνήθως χωρίς λογισμικό) και ένα βιντεοπροβολέα (πάλι καλά).

Η εκπαίδευση μας έχει επίσης παθιαστεί τόσο με την συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας και την τόνωση του εθνικού φρονήματος σε βαθμό που να δημιουργεί στους πολίτες αίσθημα ανωτερότητας, άγνοια για τους υπόλοιπους λαούς και τον πολιτισμό τους, μέχρι και ξενοφοβία. Οι Έλληνες στα σχολικά μας βιβλία παρουσιάζονται ως ο μοναδικός λαός που έχει προσφέρει στον παγκόσμιο πολιτισμό και ο μοναδικός λαός που κατακτά για να «εκπολιτίσει». Την πρώτη φορά που είδα υδρόγειο σφαίρα αναρωτήθηκα πως όλη η ομορφιά και ο πολιτισμός του πλανήτη συμπυκνώνονται στην κουκίδα που λέγεται Ελλάδα και όλη η υπόλοιπη επιφάνεια έχει μόνο κατσάβραχα και βάρβαρους. Αυτή η μορφή του σχολείου μπορεί να είχε νόημα λίγο μετά το 1821 αλλά σήμερα ο κόσμος αλλάζει και αυτό που ήταν χρήσιμο τότε μπορεί να είναι καταστροφικό τώρα.

Δε γνωρίζω σε ποια άλλη χώρα το Υπουργείο Παιδείας είναι ταυτόχρονα και Θρησκευμάτων, σε ποια άλλη χώρα παραλείπεται η διδασκαλία της εξελικτικής θεωρίας και σε ποια άλλη χώρα διδασκόμαστε τόσα χρόνια θρησκευτικά (δηλαδή την άποψη της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας για τη θρησκεία.). Φαντάζομαι αυτό θα συμβαίνει στην Τουρκία, το Αφγανιστάν και το Ιράν. Διαβάζοντας το Persepolis της Marjan Satrapi είδα ότι είναι πολλά αυτά που μας ενώνουν με το Ιράν.

Για τον Έλληνα όμως θέσφατο είναι η τηλεόραση. Το αποστομωτικό επιχείρημα που κερδίζει πάντα σε μια διαφωνία είναι το «αυτό το είπαν οι ειδήσεις, ο Χαρδαβέλας, ο Ευαγγελάτος, η Τατιάνα και ο Παπαδάκης». Τους τηλεπαρουσιαστές ο Έλληνας τους φαντάζεται κάτι ανάμεσα σε καθηγητές πανεπιστημίου, αγίους, ήρωες της επανάστασης και σύγχρονους φιλόσοφους.

Αδυνατούμε να καταλάβουμε πως οι τηλεοπτικοί σταθμοί είναι κερδοσκοπικοί οργανισμοί που ανήκουν σε μετόχους, οι οποίοι έχουν μετοχές και σε άλλες εταιρίες, όπως ασφαλιστικές, εμπορικές, κατασκευαστικές, εκπαιδευτικές σχολές, βιομηχανίες όπλων, προμηθειών του δημοσίου και πως έχουν συμφέρον να περάσουν την προπαγάνδα τους και την κρυμμένη διαφήμιση τους μέσα από «ενημερωτικά» προγράμματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί διαφήμιση για πόρτες ασφαλείας να ακολουθεί ρεπορτάζ δελτίου ειδήσεων για τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν τα σπίτια μας από τους διαρρήκτες το καλοκαίρι.

Επίσης απορώ πως δε βλέπουμε την εξόφθαλμη ασχετοσύνη των τηλεπαρουσιαστών που το παίζουν ειδήμονες σε όλα και εκστομίζουν με μοναδική ευκολία μπαρούφες για να γελάει και ο κάθε πικραμένος. Επίσης μου αρέσουν τα στημένα ρεπορτάζ, οι αποκλειστικές ειδήσεις που παίζουν σε όλα τα κανάλια και τα ζωντανά προγράμματα που δείχνουν ταυτόχρονα τους ίδιους ανθρώπους σε πολλά κανάλια.

Μου αρέσει πως στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο οι επιστήμονες παρουσιάζονται περίπου ως καρικατούρες του Αϊνστάιν (ναι αυτόν εννοώ, τον μοναδικό επιστήμονα που γνωρίζουν οι Έλληνες) για να λοιδορηθούν (είναι αυτό που λέμε όσα δεν πιάνει η αλεπού)

Η καλλιέργεια της μεταφυσικής άποψης για τη ζωή, η «πνευματικότητα» και η “new age” φιλοσοφία που προωθούνται από εκπομπές τύπου Χαρδαβέλλα και φραπελιάς (αλήθεια μετά από την επιτυχία της φραπελιάς απορώ πως συνεχίζουν να πεθαίνουν άνθρωποι από καρκίνο και καρδιά) απλά προσπαθούν να διευρύνουν το τμήμα της αγοράς που καταναλώνει «φυσικά» προϊόντα υγείας και τηλεφωνεί σε τηλεχαρτορίχτρες.

Το αγαπημένο μου τηλεοπτικό σπορ πάντως είναι η δαιμονοποίηση του διαδικτύου. Λίγο πολύ για τα κανάλια, το internet αποτελεί ένα σύνολο διασυνδεδεμένων πορνοπεριοδικών, τρομοκρατικών και εγκληματικών οργανώσεων και παιδόφιλων. Δεν τους είδα να διαμαρτύρονται για τα περίπτερα στην Oμόνοια, τη δυνατότητα αγοράς φαρμάκων χωρίς συνταγή, και την προσβολή της ανθρώπινης προσωπικότητας από τις εκπομπές τους. Αυτό βέβαια είναι πολύ λογικό γιατί αυτό που πραγματικά απειλεί το διαδίκτυο είναι την αποκλειστικότητα στον έλεγχο της πληροφορίας που λαμβάνουν οι πολίτες.

Μερικές από τις πιο επικίνδυνες μπαρούφες που ακούγονται κατ’ επανάληψιν στην τηλεόραση είναι οι αστικοί μύθοι του τύπου: «Ο άνθρωπος χρησιμοποιεί μόνο το 10% του εγκεφάλου του». Το άλλο 90%, το έχουμε για να γεμίζει το ευφυώς σχεδιασμένο κρανίο ή θα μάθουμε να το αξιοποιούμε με γιόγκα και διαλογισμό. Όποιος ακούει αστικούς μύθους, θεωρεί ότι θα κάνει εντύπωση με το να τους αναπαράγει. Έτσι με ρυθμό γεωμετρικής προόδου ένα τεράστιο ποσοστό του κόσμου πιστεύει την ίδια αναπόδεικτη βλακεία.

Είμαστε λάτρεις της ελάχιστης δυνατής προσπάθειας. Μας αρέσει να μας σερβίρουν «γνώση» και όχι να την αποκτούμε μελετώντας, ψάχνοντας και αμφισβητώντας. Μας είναι φοβερά δύσκολο ρωτήσουμε έναν ειδικό (αφού είμαστε εμείς ειδικοί σε όλα) να πάμε σε μια βιβλιοθήκη (μούχλα), να αγοράσουμε ένα βιβλίο (κοστίζει όσο 5 καφέδες, πλάκα μου κάνεις;), να ψάξουμε πέντε έξι site στο internet (υπάρχουν και άλλα site εκτός από το facebook και το ringtones.gr;).

Μας αρέσει να κομπάζουμε για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη (χωρίς να τους έχουμε διαβάσει ποτέ), να πιστεύουμε στην ύπαρξη καταπληκτικών αντιφατικών εννοιών όπως «ελληνοχριστιανικός πολιτισμός» και να ζητάμε επιτακτικά να βάλουν οι άσχετοι επιτέλους κρέμα γάλακτος στην carbonara.

Ο Neo ξύπνησε μια μέρα από το Matrix, ο Νεοέλληνας αμφιβάλλω αν θα ξυπνήσει ποτέ.

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2009

Η "πολυτέλεια" να είσαι Έλληνας

Από μικρός μου έκανε εντύπωση η λέξη "πολυτελείας". Είναι μια λέξη "κόλακας" που συνοδεύει συνήθως αντικείμενα, εμπειρίες και σύμβολα για να προσδώσει αίγλη στον ιδιοκτήτη/καταναλωτή τους. Ο πληθωρισμός όμως είναι αδίστακτος και έχει τη δυνατότητα να ευτελίζει ακόμα και τις λέξεις. Όταν όλα είναι πολυτελείας, τελικά τίποτα δεν είναι.

Στην Ελλάδα η πολυτέλεια έχει μια αντιφατική έννοια. Άλλοτε χρησιμοποιείται για να μας παραπλανήσει όταν συναντάμε το συνηθισμένο. Για τους Έλληνες μαρκετίστες (sic), βρισκόμαστε ακόμα στο 1960 και τρώμε κουτόχορτο. Για κάποιο λόγο όλα τα σπίτια που είδα για να αγοράσω τον τελευταίο χρόνο ήταν "πολυτελείας". Ακόμα και τα ετοιμόρροπα.

Άλλοτε η λέξη "πολυτελείας" χρησιμοποιείται για να μας πείσει πως η χρονική μας πολιτισμική καθυστέρηση σε σχέση με τον υπόλοιπο Δυτικό κόσμο, μας υποχρεώνει σε ένα ιδιότυπο φόρο. Όσοι θέλουμε τώρα να απολαύσουμε αυτό που είναι συνηθισμένο για την υπόλοιπη Ευρώπη, πρέπει να το πληρώσουμε από 50% - 300% πιο ακριβά από τους Ευρωπαίους λες και ανήκουμε σε μια ιδιότυπη ελίτ συγχρονισμού με τον πολιτισμό. Οι τιμές αυτές εξορθολογίζονται (κάπως) με το πέρας πενταετίας ή και βάλε.

Κάπως έτσι συνέβη με το internet hosting, τις γραμμές DSL και τα φθηνά αεροπορικά εισιτήρια. Αναρωτιέμαι πότε θα συμβεί και με τα βιβλία. Το ίδιο βιβλίο που έχει 7 ευρώ με τα μεταφορικά από το Amazon έχει 19 ευρώ από το ελληνικό βιβλιοπωλείο. 12 ευρώ ανα βιβλίο για τη μετάφραση είναι λιγάκι πολλά δε νομίζετε; Επίσης αναρωτιέμαι πότε θα μπορείς να αγοράσεις πακέτο διακοπών για τα Ελληνικά νησιά φθηνότερα από ελληνικό ταξιδιωτικό γραφείο παρά από Αγγλικό.

Η άλλη απίστευτη Νεοελληνική μαγκιά (η οποία δεν είναι άσχετη με τα παραπάνω) είναι η αντιστροφή του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης. Η ελληνική εκδοχή είναι περίπου: "όσο μειώνεται η ζήτηση για το προϊόν που πουλάω, εγώ θα ανεβάζω τις τιμές αναλογικά για να εξισορροπήσω τη χασούρα μου". Ο Έλληνας είναι ο πιο αυτοκαταστροφικός Ευρωπαίος αλλά η κουτοπονηριά του δεν τον αφήνει να το δει. Τα καταναλωτικά πρότυπα μεταβάλλονται και πολλές ανελαστικές ως τώρα δαπάνες για τον Έλληνα (πχ ταβέρνα) γίνονται ελαστικές. Το αποτέλεσμα αυτής της λογικής είναι η κατακόρυφη πτώση της ζήτησης και το κλείσιμο πολλών επιχειρήσεων στην Ελλάδα.

Κάπως έτσι πρέπει να εξηγείται πως ενώ οι περισσότεροι Έλληνες επιχειρηματίες φοροδιαφεύγουν συστηματικά και κακοπληρώνουν τους υπαλλήλους τους, τελικά πουλούν τα προιόντα τους ακριβότερα σε σχέση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους και κλείνουν ο ένας μετά τον άλλο. Βέβαια δεν είναι μόνο αυτό η ρίζα του κακού. Είναι και κάτι άλλες άγνωστες φράσεις, όπως τιμιότητα, after sales service, μηχανογράφηση, ενημέρωση, marketing, internet.

Αναμένοντας το συγχρονισμό με τον πολιτισμό είπα να μοιραστώ μαζί σας αυτές τις σκέψεις.